Μιά που πιάσαμε κουβέντα με το Δείμο για την αποδοχή του ρόκ απο τις μεταπολιτευτικές πολιτικές νεολαίες
μιά που είναι προοίμια διακοπών και
μια που ο Αύγουστος ΔΕΝ είναι ο καλύτερος μήνας για blogging τουτέστιν έχουμε μείνει μόνοι μας να γράφουμε εδώ,
παραθέτω ένα γραμμένο κείμενό μου που δημοσιεύτηκε παλαιότερα στον "Φίλαθλο"
Μεγάλη δουλειά το ροκ!
Μεγάλο σχολείο τα ακούσματα μέσα από τα φθαρμένα βινύλια και τα πικάπ της δεκαετίας του 60.
Μακάριοι όσοι εμπιστεύτηκαν τις πρώτες τους ακροάσεις και την αισθητική τους παιδεία στα εισαγόμενα LP της εποχής. Όσοι τυχεροί τα κατάφεραν, μπόρεσαν να σχηματίσουν μια οικουμενική αντίληψη της κοινωνίας, του κόσμου. Αφορισμός αυτά που λέω; Επικίνδυνη γενίκευση; Ίσως… Δεν είναι όμως καθόλου συμπτωματικό το ότι οι πιο συντηρητικές, οι πιο ξενοφοβικές, οι λιγότερο ανεκτικές οι πιο απόλυτες αντιλήψεις -και μπορείτε εύκολα να κάνετε κι εσείς μια μικρή δημοσκόπηση που θα σας επιβεβαιώσει τον κανόνα- έχουν αισθητικά πρότυπα τα «λαϊκά»!
Ξέρω ότι ανοίγω μεγάλη συζήτηση αλλά η αλήθεια όπως εγώ την έχω αντιληφθεί τα τελευταία χρόνια είναι αυτή: Τον καιρό που στο διεθνές μουσικό σκηνικό ο κόσμος ζούσε την εξέλιξη του μουσικού είδους που άκουγε στο όνομα «Ροκ εντ Ρόλλ» στη χώρα μας, σχετικά απομονωμένοι πολιτιστικά, βιώναμε τις εξελίξεις που μας οδηγούσαν στη δικτατορία των συνταγματαρχών.
Πολιτιστικά απομονωμένοι αλλά όχι πολιτικά! Βλέπετε την εποχή εκείνη αλλάζαμε σφαίρα επιρροής (αφού η Βρετανοί τα έκαναν σαλάτα με μεσανατολικό και Κυπριακό) και περνούσαμε πανηγυρικά πλέον το κατώφλι του Αμερικάνικου μαγαζιού που επιβεβαίωσε και σφράγισε την επικυριαρχία του με την επιβολή των χουνταίων.
Εκείνη την ίδια εποχή έφταναν και στη χώρα μας τα πρώτα ψήγματα της μουσικής και αργότερα κοινωνικής κοσμογονίας.
Η μαζική κουλτούρα του λαϊκού και του κινηματογράφου το μόνο που μπόρεσε να αντιληφθεί ήταν να δει τους γιεγιέδες και τους χίπις σαν καρικατούρες τύπου Τζανετάκου και Τσιβιλίκα. Οι θαμώνες των καφενείων και θιασώτες του βαρέως λαϊκού που κοίταζαν τους «γιεγιέδες» με ειρωνικά χαμόγελα και υπόκρουση το «μη βροντοχτυπάς τις χάντρες, η δουλειά κάνει τους άντρες», εξαντλούσαν την μαχητικότητά τους κατεβάζοντας και καμία ξανάστροφη στη σύζυγο αλλά καταπίνοντας αμάσητη τη χούντα.
Την ίδια στιγμή αυτή η συνομοταξία «γιεγιέδων» και «μαλλιάδων», που αντιμετωπίστηκαν σαν μίασμα όχι μόνο από τους λαϊκούς αλλά και από τους «νοικοκυραίους» της εποχής, ανακάλυπτε μέσα από τη μουσική της τα παγκόσμια θέματα και όρους που ακουγόταν άκρως περίεργοι και ανατρεπτικοί για τα ήθη της εποχής, για να δημιουργήσει μετά από λίγο με αφορμή την προβολή του Γούντστοκ στη Βουκουρεστίου, μια από τις πρώτες συγκρούσεις με τους μπάτσους του Παπαδόπουλου και αργότερα με τη ροκ υπόκρουση πολύ πιο δυναμωμένη νοηματικά, τα γεγονότα της Νομικής.
Οι απελευθερωμένες μουσικές φόρμες του Σαββόπουλου που γνώριζε σε ακόμα περισσότερους τον Ντύλαν, τον Χέντριξ και εξοικείωνε τους έλληνες ακροατές του με τις ροκ μουσικές, πρόσφερε πιθανά περισσότερα (τουλάχιστον θεματολογικά) στην αντισυμβατική συνείδηση από ότι τα απαγορευμένα τραγούδια του Θεοδωράκη, περνώντας τον ακροατή του σε ένα χώρο ατέλειωτου θεματικού πλούτου
Τα ροκάκια του τέλους του 60 και των πρώτων χρόνων του 70, ήταν το ειδησεογραφικό πρακτορείο της εποχής. Μέσα από τα κομμάτια του Dylan, του Country Joe, της Baez, των Doors και πάει λέγοντας, μια ολόκληρη γενιά μάθαινε τι συμβαίνει στο Βιετνάμ, στο πανεπιστήμιο του Μπέρκλευ για τους Γίπις και τους Χίπις και τα κοινόβια του Σαν Φρανσίσκο, του Λονδίνου και αλλού, σαν εναλλακτική πρόταση τρόπου ζωής και αξιών. Το ροκ πραγματευόταν μια εσωτερική ματιά στη συνείδηση του κάθε ακροατή του, αλλά ακόμα περισσότερο, μια ριζοσπαστική ματιά στα πολιτικά πράγματα της εποχής του, την στιγμή που ακόμα στην Ελλάδα ζούσαμε τον χειμώνα του «…όλο με γελάς με τους γεγέδες πας», του «Τούμπου Τούμπου Ζα» και του Κοινούση.
Αυτά που δεν έφταναν ποτέ στα αυτιά της νεολαίας μέσα από τα λογοκριμένα δελτία ειδήσεων, έφταναν μέσα από τραγούδια σαν το “Give Peace A Chance” του Λένον.
Όπως πολύ σωστά γράφει ο φίλος Μάκης Μηλάτος: «…από τον Morrison έμαθα για τον Ηράκλειτο, από τους MC5 και τους Last Poets για τους «Μαύρους Πάνθηρες», από τον Tim Buckley και τον John Mayall για την οικολογία, από το Monterey, το Woodstock και τους Greatful Dead για τους hippies και τη φιλοσοφία τους, από τους Lynyrd Skynyrd για τον αμερικάνικο νότο και τους σπουδαίους συγγραφείς που έχουν γράψει γι αυτόν …από τη μουσική έμαθα για τον Μάρτιν Λούθερ Κίνγκ, τον Bob Marley και τις σκέψεις των ράστα, από την Patti Smith και τον Jim Morrison για την ποίηση…».
Όπως πολύ σωστά γράφει ο φίλος Μάκης Μηλάτος: «…από τον Morrison έμαθα για τον Ηράκλειτο, από τους MC5 και τους Last Poets για τους «Μαύρους Πάνθηρες», από τον Tim Buckley και τον John Mayall για την οικολογία, από το Monterey, το Woodstock και τους Greatful Dead για τους hippies και τη φιλοσοφία τους, από τους Lynyrd Skynyrd για τον αμερικάνικο νότο και τους σπουδαίους συγγραφείς που έχουν γράψει γι αυτόν …από τη μουσική έμαθα για τον Μάρτιν Λούθερ Κίνγκ, τον Bob Marley και τις σκέψεις των ράστα, από την Patti Smith και τον Jim Morrison για την ποίηση…».
Ακόμα και σήμερα αυτή η οικουμενική, αντίληψη, για την οποία μιλήσαμε στην αρχή, η διευρυμένη σκέψη, η ανεκτικότητα, δημιουργεί την πρωτοπορία ακόμα και σε πολιτικό επίπεδο και φυσικά σε όποια πολιτιστική έκφανση. Κρίμα μόνο που τόσος κόσμος που σήμερα δηλώνει «ροκάς» δεν κατάφερε να εμβαθύνει και να ανακαλύψει τους παλιούς κρυμμένους θησαυρούς που άνοιξαν τόσες πόρτες στην αντίληψη μιας γενιάς.
1 σχόλιο:
Είχες δίκιο, με ενδιαφέρει! Είναι ωραίο να προσπαθείς να πεις 5 πράγματα και να τα βρίσκεις έτοιμα από κάποιον που τα έχει πει καλύτερα! :p
Δημοσίευση σχολίου