13/7/06

Τραυματισμένες αγελάδες, νεκρή αισθητική

Οι πολύχρωμες, όμορφες και με χιούμορ αγελάδες αφού έκαναν σαν «εικαστικό δρώμενο» τα ταξίδι τους σε μια σειρά από χώρες, έφτασαν και στην Αθήνα με σκοπό να βάλουν λίγο χρώμα, να σπάσουν λίγο το γκρίζο. Το τι έγινε το διαβάσατε στις εφημερίδες. Ανίκανοι να ενσωματώσουμε στην καθημερινότητά μας κάτι διαφορετικό από τη μιζέρια που μας γαλούχησε, τις λερώσαμε, τις βανδαλίσαμε. Πάνω στην πολύχρωμη δημιουργία κάποιων που με μεράκι και χιούμορ επεδίωξαν να βάλουν λίγη φαντασία στο γκρίζο μας τοπίο, πάνω σε χαρούμενα δημιουργήματα που τόλμησαν να πάρουν τη ματιά μας μακριά από το πυορροούν αθηναϊκό σπυρί, αποτυπώσαμε το μεγαλείο της σκοταδοσύνης μας γράφοντας με σπρέι την ιστορική φράση «Θύρα 13»!
Την ίδια στιγμή στο Μόναχο γίνεται το ίδιο δρώμενο αλλά με λιοντάρια. Όχι, εκεί φαινόμενα βανδαλισμού δεν παρατηρήθηκαν παρά το γεγονός ότι εκεί συρρέουν για τους αγώνες του Μουντιάλ άνθρωποι από όλο τον κόσμο που μεθάνε από χιλιάδες λίτρα μπύρας, τραγουδάνε ημίγυμνοι, αλλά όχι τα λιοντάρια δεν έπαθαν τίποτα.
Μπορεί να είναι απλουστευτική η αντιπαραβολή αλλά για σκεφτείτε το λίγο. Είμαστε ή δεν είμαστε προϊόντα του περιβάλλοντός μας; Μπορούμε να διεκδικήσουμε περγαμηνές αισθητικής και καλαισθησίας έχοντας μεγαλώσει σε πόλεις όπως η Αθήνα; Μπορούμε να έχουμε την ίδια ψυχική ισορροπία με ένα κάτοικο της Φλωρεντίας, του Μονάχου, της Βιέννης, του Παρισιού; Της Πράγας και της Βουδαπέστης; Επιτέλους για πόσο ακόμα θα φταίει αυτή η τρισκατάρατη τουρκοκρατία που μας βύθισε σε αιώνες οπισθοδρόμησης την εποχή της ευρωπαϊκής αναγέννησης; Το επιχείρημα το επαναλαμβάνουμε ξανά και ξανά, αλλά τόσα χρόνια μετά την δημιουργία του ελληνικού κράτους τι κάναμε; Ποιος από τους πολιτικούς ή δημοτικούς ηγέτες, ανέλαβε να εξημερώσει το αστικό τοπίο με λίγο πράσινο, να δημιουργήσει ελεύθερους χώρους, να επιβάλλει ή τουλάχιστον να επιδοτήσει την ανέγερση κτιρίων με αρχιτεκτονική άποψη που να προσθέτουν ένα εικαστικό ενδιαφέρον στις πόλεις; Πόσο καταδικασμένοι δηλαδή είμαστε να ζούμε σε ένα τριτοκοσμικό περιβάλλον που μεγαλώνει παιδιά που βανδαλίζουν το όμορφο, το ασχημαίνουν το μολύνουν για να το φέρουν στα μέτρα τους για να γίνει τόσο άσχημο όσο η καθημερινότητά τους. Με τον ίδιο τρόπο που οι γονείς τους πετάνε του κόσμου τα σκουπίδια στις ρεματιές και το μπουκαλάκι του νερού ή τη γόπα από το αυτοκίνητό τους στο δρόμο.
Τι θα γινόταν άραγε αν έπαιρνες μερικές χιλιάδες έλληνες και τους μεταστέγαζες στη Φλωρεντία, μια πόλη-μουσείο με έργα τέχνης στους δρόμους και τις πλατείες; Θα γέμιζε ή όχι ο Δαυίδ του Μικελάντζελο με συνθήματα «Γ****ται η λεωφόρος»; Και για πόσο καιρό; Θα ήταν άραγε δυνατόν μετά από μερικούς μήνες, μετά από τη δυνατότητα να πάρουν το ποδηλατάκι τους και να κάνουν τη βόλτα τους στο παλιό κέντρο, μετά το χάζεμα των κεραμιδοσκεπών και των πεδιάδων του Κιάντι και της Τοσκάνης από το λόφο, να αποκτούσαν την πολυπόθητη ειρήνη με τον εαυτό τους;
Από αυτή την άποψη λοιπόν, είμαστε δημιουργήματα του περιβάλλοντός μας, είμαστε θύματα αυτού του αστικού τοπίου και της ποιότητας ζωής που μας επέβαλλαν οι μικροί και ανεπαρκείς που διαχειρίστηκαν και ακόμα διαχειρίζονται τη ζωή μας. Κι εμείς πρόθυμα και αβασάνιστα αποδεικνύουμε καθημερινά ότι δεν έχουμε καμία σχέση με τον (αρχαιο)ελληνικό πολιτισμό. Απλά οι ελληναράδες εμείς, αυτό το περίεργο μείγμα φύλων και φυλών που συνάντησε και ο «ανθέλληνας» Φαλμεράγιερ και που ποτέ δεν έκαναν ειρήνη μεταξύ τους γιατί τους έλειπε ένας Καρλομάγνος ή ένας Γκαριμπάλντι, φιλοξενούμαστε και κοπρίζουμε τον χώρο που κάποτε καταλάμβαναν Έλληνες με αισθητική και πολιτισμό.

23/6/06

Μεγάλη δουλειά το ροκ φίλε μου! Μεγάλο σχολείο τα ακούσματα μέσα από τα φθαρμένα βινύλια και τα πικάπ της δεκαετίας του 60. Μακάριοι όσοι εμπιστεύτηκαν τις πρώτες τους ακροάσεις και την αισθητική τους παιδεία στα εισαγόμενα LP της εποχής. Όσοι τυχεροί τα κατάφεραν, μπόρεσαν να σχηματίσουν μια οικουμενική αντίληψη της κοινωνίας, του κόσμου. Αφορισμός αυτά που λέω; Επικίνδυνη γενίκευση; Ίσως… Δεν είναι όμως καθόλου συμπτωματικό το ότι οι πιο συντηρητικές, οι πιο ξενοφοβικές, οι λιγότερο ανεκτικές οι πιο απόλυτες αντιλήψεις -και μπορείτε εύκολα να κάνετε κι εσείς μια μικρή δημοσκόπηση που θα σας επιβεβαιώσει τον κανόνα- έχουν αισθητικά πρότυπα τα «λαϊκά»!
Ξέρω ότι ανοίγω μεγάλη συζήτηση αλλά η αλήθεια όπως εγώ την έχω αντιληφθεί τα τελευταία χρόνια είναι αυτή: Τον καιρό που στο διεθνές μουσικό σκηνικό ο κόσμος ζούσε την εξέλιξη του μουσικού είδους που άκουγε στο όνομα «Ροκ εντ Ρόλλ» στη χώρα μας, σχετικά απομονωμένοι πολιτιστικά, βιώναμε τις εξελίξεις που μας οδηγούσαν στη δικτατορία των συνταγματαρχών. Πολιτιστικά απομονωμένοι αλλά όχι πολιτικά! Βλέπετε την εποχή εκείνη αλλάζαμε σφαίρα επιρροής (αφού η Βρετανοί τα έκαναν σαλάτα με μεσανατολικό και Κυπριακό) και περνούσαμε πανηγυρικά πλέον το κατώφλι του Αμερικάνικου μαγαζιού που επιβεβαίωσε και σφράγισε την επικυριαρχία του με την επιβολή των χουνταίων.
Εκείνη την ίδια εποχή έφταναν και στη χώρα μας τα πρώτα ψήγματα της μουσικής και αργότερα κοινωνικής κοσμογονίας. Η μαζική κουλτούρα του λαϊκού και του κινηματογράφου το μόνο που μπόρεσε να αντιληφθεί ήταν να δει τους γιεγιέδες και τους χίπις σαν καρικατούρες τύπου Τζανετάκου και Τσιβιλίκα. Οι θαμώνες των καφενείων και θιασώτες του βαρέως λαϊκού που κοίταζαν τους «γιεγιέδες» με ειρωνικά χαμόγελα και υπόκρουση το «μη βροντοχτυπάς τις χάντρες, η δουλειά κάνει τους άντρες», εξαντλούσαν την μαχητικότητά τους κατεβάζοντας και καμία ξανάστροφη στη σύζυγο αλλά καταπίνοντας αμάσητη τη χούντα.
Την ίδια στιγμή αυτή η συνομοταξία «γιεγιέδων» και «μαλλιάδων», που αντιμετωπίστηκαν σαν μίασμα όχι μόνο από τους λαϊκούς αλλά και από τους «νοικοκυραίους» της εποχής, ανακάλυπτε μέσα από τη μουσική της τα παγκόσμια θέματα και όρους που ακουγόταν άκρως περίεργοι και ανατρεπτικοί για τα ήθη της εποχής, για να δημιουργήσει μετά από λίγο με αφορμή την προβολή του Γούντστοκ στη Βουκουρεστίου, μια από τις πρώτες συγκρούσεις με τους μπάτσους του Παπαδόπουλου και αργότερα με τη ροκ υπόκρουση πολύ πιο δυναμωμένη νοηματικά, τα γεγονότα της Νομικής.
Οι απελευθερωμένες μουσικές φόρμες του Σαββόπουλου που γνώριζε σε ακόμα περισσότερους τον Ντύλαν, τον Χέντριξ και εξοικείωνε τους έλληνες ακροατές του με τις ροκ μουσικές, πρόσφερε πιθανά περισσότερα στην αντισυμβατική συνείδηση από ότι τα απαγορευμένα τραγούδια του Θεοδωράκη, περνώντας τον ακροατή του σε ένα χώρο ατέλειωτου θεματικού πλούτου
Τα ροκάκια του τέλους του 60 και των πρώτων χρόνων του 70, ήταν το ειδησεογραφικό πρακτορείο της εποχής. Μέσα από τα κομμάτια του Dylan, του Country Joe, της Baez, των Doors και πάει λέγοντας, μια ολόκληρη γενιά μάθαινε τι συμβαίνει στο Βιετνάμ, στο πανεπιστήμιο του Μπέρκλευ για τους Γίπις και τους Χίπις και τα κοινόβια του Σαν Φρανσίσκο, του Λονδίνου και αλλού, σαν εναλλακτική πρόταση τρόπου ζωής και αξιών. Το ροκ πραγματευόταν μια εσωτερική ματιά στη συνείδηση του κάθε ακροατή του, αλλά ακόμα περισσότερο, μια ριζοσπαστική ματιά στα πολιτικά πράγματα της εποχής του, την στιγμή που ακόμα στην Ελλάδα ζούσαμε τον χειμώνα του «…όλο με γελάς με τους γεγέδες πας», του «Τούμπου Τούμπου Ζα» και του Κοινούση.
Αυτά που δεν έφταναν ποτέ στα αυτιά της νεολαίας μέσα από τα λογοκριμένα δελτία ειδήσεων, έφταναν μέσα από τραγούδια σαν το “Give Peace A Chance” του Λένον.
Όπως πολύ σωστά γράφει ο Μάκης Μηλάτος: «…από τον Morrison έμαθα για τον Ηράκλειτο, από τους MC5 και τους Last Poets για τους «Μαύρους Πάνθηρες», από τον Tim Buckley και τον John Mayall για την οικολογία, από το Monterey, το Woodstock και τους Greatful Dead για τους hippies και τη φιλοσοφία τους, από τους Lynyrd Skynyrd για τον αμερικάνικο νότο και τους σπουδαίους συγγραφείς που έχουν γράψει γι αυτόν …από τη μουσική έμαθα για τον Μάρτιν Λούθερ Κίνγκ, τον Bob Marley και τις σκέψεις των ράστα, από την Patti Smith και τον Jim Morrison για την ποίηση…».
Ακόμα και σήμερα αυτή η οικουμενική, αντίληψη, για την οποία μιλήσαμε στην αρχή, η διευρυμένη σκέψη, η ανεκτικότητα, δημιουργεί την πρωτοπορία ακόμα και σε πολιτικό επίπεδο και φυσικά σε όποια πολιτιστική έκφανση. Κρίμα μόνο που τόσος κόσμος που σήμερα δηλώνει «ροκάς» δεν κατάφερε να εμβαθύνει και να ανακαλύψει τους παλιούς κρυμμένους θησαυρούς που άνοιξαν τόσες πόρτες στην αντίληψη μιας γενιάς.

21/6/06

Τζιμάκο μπαγασάκο...

τα κατάφερες πάλι. Το μάζεψες το χαρτί. Γεμάτο είναι κάθε φορά αυτό το αισχρό μαγαζί χωρίς εξαερισμό και με κακό σέρβις και τους στρουμπουλούς μετρ με τις παρδαλές γραβάτες που σε κάποιο βαθμό μπορεί να είναι και γραφικά κιτς, αφού αυτό είναι τι να κάνουμε το πλήθος που έχει τα μαγαζιά.
Τι ήταν πάλι αυτή η παράσταση; Θα περίμενε κανείς ότι μετά από τόσο καιρό που έχεις να εμφανιστείς, η τόση φασαρία και οι τηλεοπτική σου εμφάνιση, τα βιβλία και τα άλλα παραφερνάλια, θα έκρυβαν από πίσω τους μια ανανεωμένη εμφάνιση.
Αντί γι’ αυτό είδα μια παράσταση ίδια και απαράλλακτη με αυτή που παρουσιάζεις τόσα χρόνια τώρα. Δηλαδή τι ίδια; Αρπαχτή κανονική ήταν! Οι ίδιες ατάκες, τα ίδια αστεία, τα ίδια ειρωνικά χειροκροτηματάκια στο τέλος κάθε τραγουδιού και το χειρότερο: τα ίδια τραγούδια! Ακριβώς τα ίδια. Με τους ίδιους στίχους, σχεδόν την ίδια ενορχήστρωση. Πως εξηγείται αυτό; Θεωρείς ότι τα κομμάτια σου, αυτά τα αριστουργήματα είναι τόσο κλασσικά που δεν μπορούν να λείψουν από το κοινό σου;
Κομμάτια που έχουν γραφεί από την εποχή που πήγαινες σχολείο, από την εποχή που σε μάθαμε με την ανεξάρτητη παραγωγή του «Ντίσκο Τσουτσούνι», ακούγονται πια τόσο ξεπερασμένα που αντιμετωπίζονται πια σαν ένα αναγκαστικό διάλλειμα ανάμεσα στα καλαμπούρια. Δεν είναι η πρόζα το διάλλειμα, τα τραγούδια είναι. Και είναι και τόσο αταίριαστα με την πρόζα που μοιάζουν με ένα ετερόκλητο μείγμα, ένα κολάζ με τεράστια απόσταση ψυχολογίας αλλά και χρονική και που καταλήγει να είναι ένα αχρείαστο ασανσέρ διάθεσης (από το ανάλαφρο καλαμπουράκι για τον Νταλάρα και τη Βίσση μέχρι τους στίχους για τους μικροαστούς που θα τους φάνε τα παιδιά τους).
Τόσος χρόνος ρε Τζίμη και ούτε ένα νέο τραγούδι; Απεμπολείς δηλαδή το ρόλο σου σαν μουσικού δημιουργού για να αποκτήσει περισσότερη βαρύτητα ο σατυρικός σχολιασμός; Για να μην είσαι ένας μουσικός που αστειεύεται αλλά ένας σατυρικός σχολιαστής που τυχαίνει να τραγουδάει;
Κοίτα, ομολογώ ότι είχα επενδύσει περισσότερα πάνω σου. Το μουσικο / καλλιτεχνικό «στερέωμα» στην Ελλάδα χρειάζεται ένα εναλλακτικό και εν πολλοίς ισοπεδωτικό σχολιασμό που να ταρακουνάει και να σοκάρει. Σαφώς χρειάζεται κάτι πιο ριζοσπαστικό από τον μέινστριμ Λαζόπουλο και την επιθυμία του να κάνει «σοβαρό» σχολιασμό λη τη μανία του να συντάσσεται με τους κολλητούς του και να χτυπάει όσους του κάνουν κακή κριτική. Αυτή ακριβώς η μικροαστική αντίληψη για το χιούμορ (δηλαδή αυτό το κακιασμένο κράξιμο) παραείναι συμβατικό για να μπορέσει να εκφράσει την όποια ανατρεπτική διάθεση. Άλλους δεν μπορώ να σκεφτώ τώρα που θα μπορούσαν να συγκριθούν με αυτή την αντισυμβατική πλάκα που θες να παρουσιάσεις. Άρα παίζεις μόνος σου σε ένα γήπεδο δικό σου και μπορείς να κάνεις ότι γουστάρεις. Το χειροκρότημα είναι έτσι κι αλλιώς εξασφαλισμένο. Η μοναδική εξήγηση επομένως είναι ότι περνάς μια μεγάλη μη παραγωγική περίοδο και ακόμα επίσης δεν κατάφερες να απαλλαγείς από τις παλιές σου ανασφάλειες. Γιατί είναι ανασφάλεια όταν ακόμα και στην τηλεοπτική σου παρουσία με τη Στάη (που με τίποτε δεν μπορούσε να ακολουθήσει τα δικά σου χιουμοριστικά σου μονοπάτια με αποτέλεσμα εσύ πρόθυμα να μπεις στα δικά της για να καταφέρεις να βγάλεις την εκπομπή), απαντούσες και πάλι με κομμάτια και αποσπάσματα από την παράσταση. Σαν να φοβάσαι να δοκιμάσεις μια νέα αυθόρμητη ατάκα, σαν να πρέπει να έχεις δουλέψει την κάθε λέξη και την κάθε παύση. Όπως παλιά που ήθελες πάντα στις συνεντεύξεις να δίνεις εσύ και τις ερωτήσεις. Τέτοια ανασφάλεια όμως είναι αντίθετη με την στάση ενός πραγματικά αντισυμβατικού καλλιτέχνη που θα πρέπει να νοιάζεται λιγότερο για την εικόνα που θέλει να πουλήσει.


Δεν έχω αντίρρηση ούτε με την εικόνα Παναγίας-κότας, Χριστού-αυγού. Στα πλαίσια του γενικότερου σοκ που πρέπει να προκαλείται, το συζητάμε. Αλλά αυτό είναι πακέτο ξέρεις. Διότι ξαναλέω, η αντισυμβατικότητα και το σοκ δεν μπορεί να είναι προσεκτικά προσχεδιασμένα και δεν μπορεί να πωλούνται με περασμένη ημερομηνία λήξεως. Το γέλιο είναι ένα αυτόματο πράγμα που βασίζεται στον αιφνιδιασμό, την έκπληξη. Όταν λοιπόν σε μια παράσταση τα μισά από αυτά έχουν ξαναειπωθεί πέντε χρόνια πριν και τα άλλα μισά τα είδαμε ήδη να λέγονται σε μια συνέντευξη, το γέλιο είναι βεβιασμένο και αμήχανο.
Η περίοδος των χαρισματικών έχει περάσει. Για να συνεχίσει σήμερα κάποιος να διατηρεί την εικόνα του δεν χρειάζεται να επιστρατεύει δύσκολα κόλπα, απλή δουλειά χρειάζεται κι εσύ νομίζω ότι άρχισες να βαριέσαι.

30/5/06

Ιστορίες καθημερινής τρέλλας


Εμείς το ξέρουμε με τον ολίγον «βάρβαρο» όρο του. Χαρα-κίρι. Στην Ιαπωνία φυσικά δεν χρησιμοποιούν αυτό τον όρο αλλά τον πιο εκλεπτυσμένο και πιο ουσιαστικό «Σεπούκου». Είναι η τελετουργική αυτοκτονία με την οδυνηρή μέθοδο του ξεκοιλιάσματος. Όσο και αν οι κοφτερές κατάνες τα ουακαζάσι και τα τάντο, τα γιαπωνέζικα κοντά σπαθιά έκαναν σχετικά γρήγορο το κόψιμο, ο πόνος καταλαβαίνετε ότι ήταν αφάνταστος. Συνήθως λοιπόν όταν η πράξη αυτή γινόταν πιο οργανωμένα, υπήρχε πίσω από τον αυτοκτονούντα ο καισακούνιν, ο βοηθός που όταν πλέον τα έντερα του αφέντη του αναπαυόταν στο έδαφος, έκοβε με μια γρήγορη κίνηση το κεφάλι για να δώσει τέλος στο μαρτύριο.
Σεπούκου γίνεται μέχρι και το πρόσφατο παρελθόν της Ιαπωνίας. Όσοι αισθάνονται ότι ντροπιάστηκαν, ότι απέτυχαν σε μια αποστολή, σε ένα καθήκον και έχουν έντονη την αίσθηση της τιμής και της αφοσίωσης, μπορεί κάποια στιγμή να αποφασίσουν να κάνουν σεπούκου. Ο Ιαπωνικός πολιτισμός έχει σταθερή αξία την τιμή. Στο πρόσφατο παρελθόν πολιτικοί που ένοιωσαν ότι ατιμάστηκαν, ότι απέτυχαν κατέφυγαν σ’ αυτό το απονενοημένο αλλά βαθύτατα εξιλεωτικό και τιμητικό διάβημα.
Στην Ελλάδα έχουμε περί πολλού το «φιλότιμο». Έχουμε σχεδόν θεοποιήσει τον όρο, οι ελληναράδες περηφανεύονται ότι μόνο εδώ ισχύει, ότι είναι όρος που δεν μπορεί να μεταφραστεί σε άλλη γλώσσα και αυτοϊκανοποιούνται που εμείς δήθεν διαθέτουμε ένα τόσο ισχυρό κώδικα τιμής που εκφράζεται στην ακραία μορφή του με το «πληγωμένο φιλότιμο». Χέστηκε η φοράδα στ’ αλώνι δηλαδή μπροστά στο γιαπωνέζικο σεπούκου. Ίσως λοιπόν αν ίσχυε στην Ελλάδα το σεπούκου αντί του πληγωμένου φιλότιμου του κάθε κουραδόμαγκα, η χώρα να ήταν σε καλύτερη κατάσταση. Μπορεί να μην είχε γίνει Ιαπωνία αλλά μπορεί να ήταν η Απονία (του Εβερτ) που και πάλι προτιμότερη θα ήταν από την σημερινή μας πραγματικότητα.
Δηλαδή είναι καλύτερα τώρα που όχι μόνο αυτοκτονία δεν γίνεται αλλά ούτε παραίτηση από τους εκάστοτε πολιτικούς υπεύθυνους κάθε σύγχρονης τραγωδίας και ιλαροτραγωδίας;
Πιστεύετε ότι θα είχαμε τόσους νεκρούς στο Σάμινα αν ο τότε υπουργός εμπορικής ναυτιλίας επέβαλε αυστηρότατους ελέγχους που θα σταματούσαν τα δρομολόγια του καραβιού που κουβάλαγε τρύπιες βάρκες διάσωσης; Πιστεύετε ότι δεν θα είχαμε καθημερινές ασκήσεις της αστυνομίας, των δεσμοφυλάκων, των οποιονδήποτε καλύπτονται πίσω από την αδιαφορία του κάθε πολιτικού προϊστάμενου; Αν πάνω από το κεφάλι του κάθε υπουργού κρεμόταν ο πέλεκυς της καρατόμησης, της απόλυσης (ναι απόλυση και όχι παραίτηση) θα ήταν διαφορετικά τα πράγματα; Φυσικά και θα ήταν. Αντίθετα στην Ελλάδα του πληγωμένου φιλότιμου οι εγκληματικά αναρμόδιοι υπουργοί νυν και τέως, μπορούν άνετα να συνεχίσουν να φλυαρούν στα παράθυρα ακόμα και μετά από μια τέτοια τραγωδία του μεγέθους Σαμίνα. Ο κύριος Παπουτσής ακόμα εμφανίζεται ως τιμητής και αυστηρός κριτής κάθε κυβερνητικής στραβοτιμονιάς. Ο κ. Παπαληγούρας είναι ακόμα υπουργός δικαιοσύνης. Ο κ. Βουλγαράκης εν ενεργεία υπουργός (ούπς! Μόλις τον στοχοποίησα!) παρά τα ψέματα. Ο κος Πολύδωρας ακόμα υπουργός δημόσιας τάξης μετά τη δήλωση ότι οι Πακιστανοί έχουν σαν άθλημα το να κάνουν απαγωγές αναμετάξυ των! Ο τελευταίος πριν από καμιά δεκαπενταριά χρόνια είχε γράψει και το περίφημο «Μπουσίντο, ο κώδικας των σαμουράι» από το οποίο φαίνεται ότι δεν θυμάται πλέον τίποτα!
Χέστε το τι γίνεται στη χώρα του ανατέλλοντος ηλίου. Εδώ να δείτε τι γίνεται, στη χώρα του πληγωμένου φιλότιμου. Όπου ένας πολιτικός μπορεί να εξαφανιστεί επειδή «πιάστηκε» να τρώει με ένα επιχειρηματία αλλά μπορεί να συνεχίσει να διαπρέπει ακόμα και αν έχει καταρρακώσει το ηθικό μιας χώρας ολόκληρης.