Οι πολύχρωμες, όμορφες και με χιούμορ αγελάδες αφού έκαναν σαν «εικαστικό δρώμενο» τα ταξίδι τους σε μια σειρά από χώρες, έφτασαν και στην Αθήνα με σκοπό να βάλουν λίγο χρώμα, να σπάσουν λίγο το γκρίζο. Το τι έγινε το διαβάσατε στις εφημερίδες. Ανίκανοι να ενσωματώσουμε στην καθημερινότητά μας κάτι διαφορετικό από τη μιζέρια που μας γαλούχησε, τις λερώσαμε, τις βανδαλίσαμε. Πάνω στην πολύχρωμη δημιουργία κάποιων που με μεράκι και χιούμορ επεδίωξαν να βάλουν λίγη φαντασία στο γκρίζο μας τοπίο, πάνω σε χαρούμενα δημιουργήματα που τόλμησαν να πάρουν τη ματιά μας μακριά από το πυορροούν αθηναϊκό σπυρί, αποτυπώσαμε το μεγαλείο της σκοταδοσύνης μας γράφοντας με σπρέι την ιστορική φράση «Θύρα 13»!
Την ίδια στιγμή στο Μόναχο γίνεται το ίδιο δρώμενο αλλά με λιοντάρια. Όχι, εκεί φαινόμενα βανδαλισμού δεν παρατηρήθηκαν παρά το γεγονός ότι εκεί συρρέουν για τους αγώνες του Μουντιάλ άνθρωποι από όλο τον κόσμο που μεθάνε από χιλιάδες λίτρα μπύρας, τραγουδάνε ημίγυμνοι, αλλά όχι τα λιοντάρια δεν έπαθαν τίποτα.
Μπορεί να είναι απλουστευτική η αντιπαραβολή αλλά για σκεφτείτε το λίγο. Είμαστε ή δεν είμαστε προϊόντα του περιβάλλοντός μας; Μπορούμε να διεκδικήσουμε περγαμηνές αισθητικής και καλαισθησίας έχοντας μεγαλώσει σε πόλεις όπως η Αθήνα; Μπορούμε να έχουμε την ίδια ψυχική ισορροπία με ένα κάτοικο της Φλωρεντίας, του Μονάχου, της Βιέννης, του Παρισιού; Της Πράγας και της Βουδαπέστης; Επιτέλους για πόσο ακόμα θα φταίει αυτή η τρισκατάρατη τουρκοκρατία που μας βύθισε σε αιώνες οπισθοδρόμησης την εποχή της ευρωπαϊκής αναγέννησης; Το επιχείρημα το επαναλαμβάνουμε ξανά και ξανά, αλλά τόσα χρόνια μετά την δημιουργία του ελληνικού κράτους τι κάναμε; Ποιος από τους πολιτικούς ή δημοτικούς ηγέτες, ανέλαβε να εξημερώσει το αστικό τοπίο με λίγο πράσινο, να δημιουργήσει ελεύθερους χώρους, να επιβάλλει ή τουλάχιστον να επιδοτήσει την ανέγερση κτιρίων με αρχιτεκτονική άποψη που να προσθέτουν ένα εικαστικό ενδιαφέρον στις πόλεις; Πόσο καταδικασμένοι δηλαδή είμαστε να ζούμε σε ένα τριτοκοσμικό περιβάλλον που μεγαλώνει παιδιά που βανδαλίζουν το όμορφο, το ασχημαίνουν το μολύνουν για να το φέρουν στα μέτρα τους για να γίνει τόσο άσχημο όσο η καθημερινότητά τους. Με τον ίδιο τρόπο που οι γονείς τους πετάνε του κόσμου τα σκουπίδια στις ρεματιές και το μπουκαλάκι του νερού ή τη γόπα από το αυτοκίνητό τους στο δρόμο.
Τι θα γινόταν άραγε αν έπαιρνες μερικές χιλιάδες έλληνες και τους μεταστέγαζες στη Φλωρεντία, μια πόλη-μουσείο με έργα τέχνης στους δρόμους και τις πλατείες; Θα γέμιζε ή όχι ο Δαυίδ του Μικελάντζελο με συνθήματα «Γ****ται η λεωφόρος»; Και για πόσο καιρό; Θα ήταν άραγε δυνατόν μετά από μερικούς μήνες, μετά από τη δυνατότητα να πάρουν το ποδηλατάκι τους και να κάνουν τη βόλτα τους στο παλιό κέντρο, μετά το χάζεμα των κεραμιδοσκεπών και των πεδιάδων του Κιάντι και της Τοσκάνης από το λόφο, να αποκτούσαν την πολυπόθητη ειρήνη με τον εαυτό τους;
Από αυτή την άποψη λοιπόν, είμαστε δημιουργήματα του περιβάλλοντός μας, είμαστε θύματα αυτού του αστικού τοπίου και της ποιότητας ζωής που μας επέβαλλαν οι μικροί και ανεπαρκείς που διαχειρίστηκαν και ακόμα διαχειρίζονται τη ζωή μας. Κι εμείς πρόθυμα και αβασάνιστα αποδεικνύουμε καθημερινά ότι δεν έχουμε καμία σχέση με τον (αρχαιο)ελληνικό πολιτισμό. Απλά οι ελληναράδες εμείς, αυτό το περίεργο μείγμα φύλων και φυλών που συνάντησε και ο «ανθέλληνας» Φαλμεράγιερ και που ποτέ δεν έκαναν ειρήνη μεταξύ τους γιατί τους έλειπε ένας Καρλομάγνος ή ένας Γκαριμπάλντι, φιλοξενούμαστε και κοπρίζουμε τον χώρο που κάποτε καταλάμβαναν Έλληνες με αισθητική και πολιτισμό.